Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

H ΥΑ Β2630/2003 αποκαλύπτει τον υπόχρεο προς καταβολή της εισφοράς του Ν. 128/1975


Tο ζήτημα της μετακύλησης της εισφοράς του N. 128/1975 συνήθως αναφύεται ως ιδιαιτέρως δυσχερές και διχάζει τη νομολογία των δικαστηρίων.  Τα δικαστήρια ως προς το θέμα αυτό ερευνούν αφενός, την δυνατότητα μετακύλησης της εισφοράς στους δανειολήπτες και αφετέρου τη δυνατότητα τοκισμού και ανατοκισμού των κονδυλίων της εισφοράς.    

Κι αν ως προς το δεύτερο σκέλος (του τοκισμού και του ανατοκισμού της εισφοράς) λίγο ή πολύ η νομολογία έχει κατασταλάξει ότι δεν είναι δυνατός ο τοκισμός και ο ανατοκισμός φόρων, εξόδων και άλλων προμηθειών τόσο κατά το προϊσχύσαν (βλ άρθρο 8 περ 6 Ν.1083/1980 και την υπ’ αριθμ 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (βλ άρθρο 12 του Ν.2601/1998, άρθρο 30 του Ν.2789/2000, άρθρο 47 του Ν.2783/2000, άρθρο 42 του Ν.2912/2001 και άρθρο 39 του Ν.3259/2004) (σχετικές αποφάσεις: ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρωτΑθ 7607/2007, ΜονΠρωτΑθ 7630/2006, ΜονΠρωτΚορ 175/2013), ωστόσο κρίσιμο εξακολουθεί να παραμένει το ερωτημα, εάν η τράπεζα είναι υπόχρεη σε καταβολή της εισφοράς του Ν.128/1975.

Ως προς το θέμα αυτό ασφαλή συμπεράσματα εξάγονται από την υπ’ αριθ Β.2630/20-11-2003 Υπουργική Απόφαση, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (τεύχος Β/1820/05-12-2003) σύμφωνα με την οποία

Αν και εν προκειμένω δεν θα ερευνηθεί η λειτουργία τιτλοποιημένης απαίτησης, ωστόσο, από την λόγω Υπουργική Απόφαση βγαίνουν εξαιρετικά σημαντικά συμπεράσματα για κάθε περίπτωση. 

Διότι ο Υπουργός Οικονομικών για το ζήτημα της καταβολής της εισφοράς στην περίπτωση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων (δυνάμει του αρ 10 του Ν. 3156/2003) προσδιορίζει με σαφήνεια, ότι εις ολόκληρον υπόχρεοι προς καταβολή της εισφοράς είναι οι (μεταβιβάζουσες τις απαιτήσεις τράπεζες, οι οποίες εκ του Νόμου 3156/2003 καθίστανται) διαχειρίστριες και οι (αποκτώσες τις απαιτήσεις) εταιρείες ειδικού σκοπού.

Τούτο, όμως συνεπάγεται ότι, εάν ήταν δυνατή η προηγούμενη συμβατική μετακύληση της εισφοράς στους δανειολήπτες (πολλώ δε μάλλον, εάν αυτή η μετακύληση είχε ήδη γίνει με την υπογραφή των συμβάσεων, αφού η σύμβαση κατά λογική αναγκαιότητα προϋπάρχει της τιτλοποίησης), τότε θα ήταν νομικά και ουσιαστικά αδύνατη και αβάσιμη η επιβαλλόμενη από την ανωτέρω Υπουργική Απόφαση εις ολόκληρον υποχρέωση των τραπεζών σε καταβολή της εισφοράς του Ν. 128/1975, αφού δια της συμβάσεως θα είχε οριστεί άλλος (δηλ. ο εκάστοτε δανειολήπτης) υπόχρεος καταβολής της εισφοράς.

Η παραπάνω Υπουργική Απόφαση θα μπορούσε να εκδοθεί μόνο υπό την προϋπόθεση, ότι η νομοθετούσα διοίκηση υπέλαβε, ότι η καταβολή της εισφοράς ήδη συνιστά αποκλειστική υποχρέωση των τραπεζών και μόνο αυτές βαρύνει. 

Άλλως, δηλαδή εάν δηλαδή ο νομοθέτης και η νομοθετούσα διοίκηση, υπεισέρχονται και τροποποιούν το περιεχόμενο προϋφιστάμενων δανειακών συμβάσεων, τότε η εν λόγω Υπουργική Απόφαση θα ήταν ευθέως αντισυνταγματική και θα είχε προσβληθεί από τις τραπεζες ως τέτοια, αφού σύμφωνα με την ΠΠΑθ 1101/2012

Με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα, του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» κατοχυρώνεται, ως ατομικό δικαίωμα η οικονομική ελευθερία. Ειδική εκδήλωση του συνταγματικού αυτού δικαιώματος αποτελεί για τους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, η ελευθερία των συμβάσεων, στη οποία ανήκουν, μεταξύ άλλων, και η σύμφυτη αξίωση της τηρήσεως των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων. Νομοθετική επέμβαση σε συνεστημένη συμβατική σχέση είναι επιτρεπτή ως εξαιρετικό μέτρο, λαμβανόμενο στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, όταν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνάπτονται με το αντικείμενο της συμβάσεως, δικαιολογούν την ανατροπή της ομαλής εξελίξεως της συμβάσεως ή την μεταβολή των συμφωνηθέντων από τους αντισυμβαλλομένους (πρβλ. Στ Ε 1909-10/2001 Ολομ.). Δεν επιτρέπεται, όμως, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, επέμβαση του νομοθέτη σε όρους συνεστημένης συμβάσεως, όταν η επέμβαση αυτή δεν αποσκοπεί στην άρση επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον συνεπειών της συμβάσεως, αλλά αποβλέπει σε σκοπό ξένο προς το αντικείμενο αυτής.

Όμως καμία τράπεζα, ποτέ δεν προσέβαλε την ανωτέρω κανονιστική διοικητική πράξη ως αντισυνταγματική και ουδέποτε παραπονέθηκε κατά αυτής.

Έτσι, λοιπόν, από την παραπάνω Υπουργική Απόφαση προκύπτει ότι ο ίδιος ο διοικητικός νομοθέτης εκλαμβάνει ως μη συσταθείσες τις εικαζόμενες αναιτιώδεις συμφωνίες ελευθερώσεως της τράπεζας από την εισφορά του Ν. 128/1975.

Προκύπτει, επιπλέον, ότι ο ίδιος ο διοικητικός νομοθέτης εκλαμβάνει ως μηδέποτε καταρτισθείσα οποιαδήποτε σύμβαση μετακύλησης της εισφοράς του Ν. 128/1975.

Και ο ίδιος ο διοικητικός νομοθέτης εκλαμβάνει ότι, ενόψει της τιτλοποίησης της απαίτησης, δημιουργείται εις ολοκληρον ενοχή της μεταβιβάζουσας τράπεζας και της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού, ακριβώς, διότι λογίζει ότι μέχρι τότε η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς βάρυνε αποκλειστικά την μεταβιβάζουσα τράπεζα, πλην όμως ενόψει της μεταβίβασης προέκυψε και νέος υπόχρεος, ήτοι η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού.

Και, ναι μεν η παραπάνω Υπουργική Απόφαση φέρεται να αφορά μόνο σε τιτλοποιημένες απαιτήσεις, πλην όμως, στην ουσία η παραπάνω Υπουργική Απόφαση μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε απαίτηση και όχι μόνο στις τιτλοποιημένες για τους εξής δυο απλούς λόγους:

α) Διότι ΟΛΕΣ οι απαιτήσεις είναι εν δυνάμει τιτλοποιήσιμες.
Δηλαδή, κάθε απαίτηση είναι δυνατόν να μεταβιβαστεί με τη νόμιμη διαδικασία εκχωρήσεως του αρ 10 του Ν. 3156/2003!

β) Διότι κάθε τιτλοποιούμενη απαίτηση προϋπήρχε και προέκυψε από τη λειτουργία μιας υποκείμενης έννομης σχέσης, δηλαδή από τη λειτουργία μιας προϋπάρχουσας δανειακής σύμβασης.

Συνεπώς η τιτλοποιούμενη απαίτηση δεν αποτελεί νέα και αυθύπαρκτη απαίτηση αλλά αποτελεί τη νομική και ιστορική συνέχεια ήδη υφισταμένων απαιτήσεων, που προέκυψαν από τη λειτουργία προϋφισταμένων δανειακών συμβάσεων.

Έτσι, η ανωτέρω Υπουργική Απόφαση αν και αναφέρεται στο στενό πεδίο των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, επί της ουσίας αποκαλύπτει, ότι σε κάθε περίπτωση και σε απαίτηση που απορρέει από κάθε σύμβαση, υπόχρεος προς καταβολή (και όχι προς απλή απόδοση) της εισφοράς ανέκαθεν ήταν οι τράπεζες και όχι οι δανειολήπτες.

Άλλωστε, η εν λόγω εισφορά, έχουσα το χαρακτήρα δημοσιονομικής εισφοράς, ουδέποτε θα μπορούσε να επιρριφθεί από τις δανειοδοτούσες τράπεζες στους δανειολήπτες, διότι σε τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε να θεωρήσουμε ως δυνατά και μάλιστα, εις διπλούν τα αδύνατα, ήτοι:

α) Θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι είναι δυνατή η συμβατική μετάθεση των δημοσιονομικής φύσης υποχρεώσεων, από νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού δικαίου σε άλλα φυσικά πρόσωπα ή σε άλλα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού δικαίου, αν και η επιβολή δημοσιονομικών εισφορών και φόρων από το αρ 70 του Συντάγματος, απαγορεύεται να μετατεθεί τυπικά σε άλλους κοινωνικούς εταίρους, αφού μόνο τυπικός νόμος μπορεί να επιβάλλει φόρο ή εισφορά.

β) Θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι τα εμπορικά βιβλία των τραπεζών συνιστούν παράλληλα και χρηματικούς καταλόγους, στους οποίους βεβαιώνονται χρηματικές απαιτήσεις δημοσιονομικής φύσεως του Δημοσίου. 

Αλλά, όπως έκρινε η ΠΠΑθ 1101/2012

Τούτο, όμως, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 του Συντάγματος, διότι η βεβαίωση του φόρου, έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο, αποτελεί βασική έκφραση της δημόσιας εξουσίας και της κυριαρχίας του Κράτους, οι οποίες, κατά τις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις, ασκούνται αποκλειστικά από όργανα του Κράτους (ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) και όχι από ιδιώτες (βλ. Ολομ. ΣτΕ. 1934/1988)… η βεβαίωση του φόρου, εντασσόμενη, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου της, στην άσκηση της εκτελεστικής λειτουργίας του Κράτους, ασκείται από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας αυτού, σύμφωνα με την καθιερούμενη από το ως άνω άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

de jure app