Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

ΠΠ Γυθείου 19/2017: Μερική ακύρωση τοκοχρεολυτικού δανείου

Με την υπ' αριθ 19/2017 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Γυθείου επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, αναγνώρισε ως άκυρους τους ΓΟΣ:


α) Περί υπολογισμού των τόκων επί έτους 360 ημερών.

Ο ΓΟΣ αναγνωρίστηκε ως άκυρος, αφενός λόγω αδιαφάνειας, η οποία (κατά το αρ 6 του Ν. 2251/1994) επιβάλλει οι ΓΟΣ να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής (όμοια, προς τούτο με την ΑΠ 430/2005) και αφετέρου (με νέα θεμελίωση) ως εμπίπτουσα στην περίπτωση ια της παρ 7 του αρ 2 του Ν. 2251/1994, αφού αφήνει το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια εύλογα και σαφώς προσδιορισμένα στη σύμβαση.


β) Περί της δυνατότητας της τράπεζας να μεταβάλει μονομερώς το επιτόκιο υπερημερίας, σε περίπτωση καταργήσεως της ΠΔΤΕ 2393/96. 

Ο ΓΟΣ αναγνωρίστηκε ως άκυρος, αφενός, λόγω αντίθεσης στην αρχή της διαφάνειας, η οποία (κατά το αρ 6 του Ν. 2251/1994) επιβάλλει οι ΓΟΣ να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής και αφετέρου, ως εμπίπτων στην περίπτωση ια της παρ 7 του αρ 2 του Ν. 2251/1994, αφού αφήνει το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια εύλογα και σαφώς προσδιορισμένα στη σύμβαση.


γ) Περί της διπλής επιβολής της εισφοράς του Ν. 128/1975.

Ο ΓΟΣ αναγνωρίστηκε ως παράνομος, κατά το υπερβάλλον , ήτοι κατά το 0,60%, αφού στην ένδικη περίπτωση, το επιτόκιο υπερημερίας προσδιοριζόταν όχι σε 2,5% (όπως ορίζει η ΠΔΤΕ 2396/96) αλλά στο συμβατικό επιτόκιο προστίθετο 2,5% και η εισφορά του Ν. 128/1975 (η οποία, όμως είχε ήδη συμπεριληφθεί στο συμβατικό επιτόκιο!). Έτσι, η διπλή επιβάρυνση των δανειοληπτών με την εισφορά του Ν. 128/1975, προκάλεσε παράνομη υπέρβαση του ανώτατου επιτρεπόμενου επιτοκίου υπερημερίας κατά 0,60%.


δ) Περί ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/1975.

Αν και η απόφαση έκρινε επιτρεπτή την μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975, αναγνώρισε ως παράνομο τον ανατοκισμό της, αφού τόσο κατά το προϊσχύσαν δίκαιο (αρ 8 περ 6 Ν. 1083/1980 & 289/1980 απόφαση Νομισματικής Επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (αρ 12 Ν 2601/1998, αρ 30 και 47  Ν. 2783/2000, αρ 42 Ν 2912/2001 και άρθρο 39 Ν. 3259/2004) ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο επί καθυστερούμενων τόκων και όχι επί εισφορών, φόρων ή άλλων προμηθειών. Κάθε αντίθετη σύμβαση ελέγχεται με τα 174, 178, 179 ΑΚ.


ε) Περί επιβολής προμηθειών 

Οι ΓΟΣ με τους οποίους επιβάλλονταν προμήθειες, αναγνωρίστηκαν 
i) ως παράνομοι, λόγω της αντίθεσής του στην παρ 1 της ΠΔΤΕ 1969/1991
ii) ως παράνομοι, λόγω της αντίθεσής τους στην διάταξη ΣΤ της ΠΔΤΕ 2501/2002
iii) ως αντικείμενοι στην αρχή της διαφάνειας, η οποία (κατά το αρ 6 του Ν. 2251/1994) επιβάλλει οι ΓΟΣ να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής.
iv) ως εμπίπτoντες στην περίπτωση ια της παρ 7 του αρ 2 του Ν. 2251/1994, αφού αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια εύλογα και σαφώς προσδιορισμένα στη σύμβαση.


στ) Περί της μη ελευθέρωσης του εγγυητή, έστω κι αν από πταίσμα της τράπεζας έγινε αδύνατη η ικανοποίησή της ή εάν παραιτήθηκε η τράπεζα από εξασφαλίσεις

Οι αντίστοιχοι ΓΟΣ αναγνωρίστηκαν 
i) ως άκυροι, λόγω της αντίθεσής τους στην περίπτωση ιγ της παρ 7 του αρ 2 του Ν. 2251/1994, που ορίζει ότι είναι άκυροι οι όροι που αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή 
ii) ως άκυροι, λόγω της αντίθεσής τους στην περίπτωση κστ της παρ 7 του αρ 2 του Ν. 2251/1994, που ορίζει ότι είναι άκυροι οι όροι που επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει υπέρμετρες εγγυήσεις
iii) ως αντικείμενοι στην παρ 6 του αρ 2 του Ν. 2251/1994, αφού συνεπάγονται σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τω συμβαλλομένων σε βάρος των εναγόντων καταναλωτών.

Το Δικαστήριο υποχρεώνει την τράπεζα να παραλείπει τους παραπάνω ΓΟΣ τόσο κατά τη σύναψη νέων συμβάσεων, όσο και σε κάθε τροποποίηση των υφισταμένων, με τους ενάγοντες. 

Το Δικαστήριο απειλεί χρηματική ποινή 1.000 ευρώ σε κάθε περίπτωση παραβίασης της υποχρεωτικής παράλειψης των ΓΟΣ αυτών.

Κηρύσσει την υποχρεωτική παράλειψη προσωρινώς εκτελεστή.

Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης για μελέτη.

Όποιος θέλει να το κατεβάσει, θα το βρει ΕΔΩ



ΠΠ Ναυπλίου 453/2017: Ολοσχερώς άκυρη σύμβαση leasing

(Ευχαριστώ θερμά για την πρώτη δημοσίευση το Legalnews24.gr και τον συνάδελφο, κο Γεώργιο Καζολέα)

Σύμβαση Χρηματοδοτικής Μίσθωσης οχήματος: Καταχρηστικός ο όρος βάσει του οποίου κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί το ακριβές ποσό του καταβλητέου μισθώματος και επομένως και της συνολικής οφειλής του μισθωτή. Αναγνώριση της ακυρότητας του συνόλου της επίδικης σύμβασης και της παρεπόμενης σύμβασης εγγύησης. Επιστροφή ποσού ΦΠΑ ως αχρεωστήτως καταβληθέντος.

"Από τους ανωτέρω όρους προκύπτει ότι ο υπολογισμός εκάστου μισθώματος στην συγκεκριμένη σύμβαση, θα προέκυπτε από τον πολλαπλασιασμό του τυπικού μισθώματος με την οριστική αξία του μισθίου. Η οριστική αξία του μισθίου, όμως, όπως αναφέρεται ανωτέρω δεν είναι γνωστή στα συμβαλλόμενα μέρη κατά την ημερομηνία υπογραφής της επίδικης σύμβασης, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται στη σύμβαση θα διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποκτήσεως των μισθίων (εν προκειμένω του λεωφορείου), με βάση το σύνολο των δαπανών στις οποίες υπεβλήθη ο εκμισθωτής για την απόκτησή τους. 
Με τον τρόπο αυτόν, όμως, δεν καθίσταται σαφές στον μισθωτή ποιο θα είναι το ακριβές ποσό που καλείται να πληρώσει βάσει της ανωτέρω συμβάσεως. Ο μονομερής καθορισμός του ύψους του μισθώματος, με βάση μάλιστα έναν, εκ προοιμίου, απροσδιόριστο, κατά τη σύναψη της σύμβασης, παράγοντα ο οποίος καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την εκμισθώτρια εταιρία (τις δαπάνες αποκτήσεως του μισθίου), δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι πληροί τις αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση προϋποθέσεις διαφάνειας και σαφήνειας τις οποίες απαιτεί ο νόμος 2251/1994 στον καθορισμό των όρων των συμβάσεων. 
Είναι αδύνατο στην προκειμένη περίπτωση να υπολογιστεί, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, το ακριβές ποσό του καταβλητέου μισθώματος και επομένως και της συνολικής οφειλής του μισθωτή, όταν από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει ότι αυτό θα προκύψει αργότερα, σε ακαθόριστο, από τη σύμβαση, μελλοντικό χρονικό σημείο, με βάση και τις δαπάνες που θα έχει κάνει η εκμισθώτρια για την απόκτηση του μισθίου. Με τους υπό κρίση όρους, επομένως, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση, με αποτέλεσμα να καθίστανται οι συγκεκριμένοι όροι παράνομοι και καταχρηστικοί. 
Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, παραβιάζεται η προαναφερθείσα, στη μείζονα πρόταση, αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επί μέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, μόνο ο εκμισθωτής είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει το πώς θα διαμορφωθεί το τελικό ποσό τόσο των επιμέρους μισθωμάτων, όσο και της συνολικής οφειλής του εκμισθωτή, ενώ παραβιάζεται και η αρχή που και ο νόμος 2251/1994 έχει καθορίσει στο εσωτερικό δίκαιο που αναφέρει ότι οι όροι της σύμβασης πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (βλ. και ΟλΑΠ 14/2007 ΝΟΜΟΣ). 
Γενομένης, επομένως, δεκτής, ως βάσιμης από ουσιαστικής άποψης, της υπό στοιχείο Α) κύριας βάσεως της αγωγής, και παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών, επικουρικότερων, βάσεων της αγωγής, πρέπει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της επίδικης υπ’ αριθ....συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, δεδομένου ότι η ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου επιφέρει ακυρότητα του συνόλου της σύμβασης, ένεκα του ότι εάν ο μισθωτής γνώριζε εκ προοιμίου ότι δεν είναι δυνατός ο εκ των προτέρων υπολογισμός του καταβλητέου μισθώματος και συνακόλουθα το τελικά διαμορφωμένο ύψος της οφειλής από την επίδικη σύμβαση, είναι προφανές ότι δεν θα προέβαινε σε κατάρτιση της τελευταίας. 
Δεδομένης, δε, της ακυρότητας της δανειακής σύμβασης, δεν απορρέει εξ αυτής, έγκυρη οφειλή και, αφού η εγγύηση έχει παρεπόμενο χαρακτήρα και προϋποθέτει έγκυρη οφειλή (ΑΚ 850), είναι εντεύθεν άκυρη, η με ίδια ημερομηνία με την κύρια σύμβαση, σύμβαση εγγύησης, με την οποία ο δεύτερος ενάγων εγγυήθηκε έναντι της τράπεζας, την καταβολή της οφειλής του πρώτου ενάγοντος. 
Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά το δικαίωμα τους, να επικαλεσθούν την ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, ένεκα του αυτοί κατέβαλαν κανονικά και αδιαμαρτύρητα τις δόσεις τους, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση, για τους όρους της σύμβασης ή το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, περί αδιαμαρτύρητης καταβολής των τοκοχρεολυτικών δόσεων από τους ενάγοντες, δεν καθιστούν, άνευ ετέρου, μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος τους και συνακόλουθα καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος αυτού (πρβλ. και ΕφΑΘ 1471/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)… 
...Θα πρέπει να γίνει δεκτό το υπό στοιχείο 10) αίτημα των εναγόντων ήτοι να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει στους ενάγοντες ως αχρεωστήτως καταβληθέν, ένεκα της ακυρότητας της σύμβασης, το ποσό των 11.604,84 €, το οποίο χρέωσε στους ενάγοντες, ως ΦΠΑ, αφού καταβλήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία...
Κατ' ακολουθία όλων των προαναφερομένων, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη…"


de jure app